Ταξιδιωτικά άρθρα

Το εντυπωσιακό όρος Αραράτ

Το Αραράτ (τουρκ. Ağrı Dağı αγκρί νταγκ), αρμ. Արարատ ή Μασίς) είναι το ψηλότερο βουνό του Αρμενικού Οροπεδίου με υψόμετρο 5.400 μέτρα. Παλαιότερα με το όνομα αυτό φερόταν μικρή χώρα στο κέντρο της Αρμενίας μεταξύ του ποταμού Αράξου (σημερινού Αράς) και των λιμνών Βαν και Ουρουμίας. Αργότερα το όνομα Αραράτ έλαβε μία από τις επαρχίες του αρχαίου Βασιλείου της Αρμενίας.

Bρίσκεται στην Ασία, ανάμεσα στα σύνορα της Τουρκίας, Ιράν και Αρμενίας. Αποτελεί τμήμα του Ταύρου και θεωρείται ο κορμός της μεγάλης αλυσίδας που διαπερνά τις περιοχές του Αζερμπαϊτζάν, Γκιλάν, Μαζαντεράν και Χορασάν.

Ο νομός του Αραράτ βρίσκεται στη δυτική πλευρά της νότιας Αρμενίας, νότια του Ερεβάν. Πρωτεύουσα του νομού είναι το Αρτασλατ με έκταση 2.035 τ. χλμ. και πληθυσμό 298.600 κατοίκους.

Ο κεντρικός δρόμος εκτείνεται κατά μήκος της αριστερής όχθης του ποταμού Αράξη, κατά μήκος του όρους Αραράτ (5.165 μ.), έχει τα σύνορα της χώρας στα αριστερά και τους συνοικισμούς στα δεξιά.

Σύμφωνα με τη Βίβλο, το Αραράτ συνδέεται με το όνομα του Νώε, που συμβολίζει την ιστορία της νέας ανθρωπότητας. Καθώς κατέβαινε το βουνό μετά τον κατακλυσμό, φύτεψε την πρώτη ιτιά εκεί, όπου αργότερα χτίστηκε ένα χωριό. Η εντυπωσιακή θέα του όρους Αραράτ, το απρόσιτο ύψος του και οι βαθιές χαράδρες διείσδυσαν στη συνείδηση των Αρμενίων και υπήρξαν σύμβολο του πολιτισμού και σημείο αναφοράς της μυθολογίας τους.

Στο νότο ο δρόμος συνεχίζεται ανάμεσα στις οροσειρές και τα βουνά, συνδέοντας το νότιο και το κεντρικό τμήμα της πόλης. Το ανατολικό μέρος του νομού είναι ορεινό και καλύπτεται από το δάσος του Χοσρόβ, που εκτείνεται νότια του ποταμού Αζάτ. Το δάσος είναι τεχνητό και τα δέντρα του έχουν φυτευτεί το 330 μ.Χ.. Σήμερα, η περιοχή έχει ανακηρυχθεί εθνικός δρυμός, γνωστός για την ποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας, με πολλά σπάνια, υπό εξαφάνιση είδη. Είναι ιδανικό μέρος για ψάρεμα και παρατήρηση διαφόρων πτηνών.

Λίγο βόρεια του σημερινού Αρτασάτ βρίσκονται τα ερείπια ενός σημαντικού κέντρου της ιστορικής Αρμενίας, του αρχαίου Αρτασάτ.

Το 189 π.Χ. ο Αρτασές Α’, αποτινάζοντας το ζυγό των Σελευκιδών, ανακηρύχθηκε βασιλιάς του Μεγάλου Χάικ, επιδόθηκε αμέσως στην επανένωση των αρμενικών εδαφών και κατάφερε να εκτείνει τα σύνορα της χώρας από τον Εύξεινο Πόντο ως την Κασπία θάλασσα. Ο Αρτασές αναδείχθηκε μια από τους ενδοξότερες πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες στην ιστορία του λαού μας. Ανεβαίνοντας στο θρόνο ίδρυσε νέα πρωτεύουσα, που την ονόμασε Αρτασάτ.

Σήμερα είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε πότε άρχισε η ανοικοδόμησή της. Ίσως από τις διάφορες χρονολογίες που προτείνονται η πιο πιθανή είναι το 189 π.Χ.. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ένας από τους γνωστούς στρατηγούς του αρχαίου κόσμου, ο Καρχηδόνιος Αννίβας, όταν αποστάτησε από τους Ρωμαίους ζήτησε άσυλο από τον Αρτασές. Έτσι, “συμβουλεύοντας τον Αρτασές σε πολλά ωφέλιμα έργα” και “αντικρίζοντας ένα αναξιοποίητο και αφανές, κατάλληλο και πολύ όμορφο τοπίο, σχεδίασε αμέσως την κάτοψη της πόλης”. Η τοποθεσία, πράγματι, ήταν η πιο γραφική, για να χτιστεί η πρωτεύουσα του βασιλείου. (Αργότερα, ο ναός του Χορ Βιράπ χτισμένος πάνω σ’ έναν απ’ αυτούς τους λόφους μάγευε με την ανεπανάληπτη θέση του). Η “Αρμενική Καρχηδόνα”, όπως ονόμασαν το Αρτασάτ οι σύγχρονοί του, είχε ενιαία πολεοδομία και ήταν μία από τις πιο μεγάλες και όμορφες πόλεις της εποχής εκείνης.

Ο Αρτασές οχυρώνει την πόλη με τεράστια και ογκώδη τείχη, αλλά το Αρτασάτ επεκτείνεται τόσο γρήγορα, ώστε τα μνημεία και οι κήποι του απλώνονται σ’ όλη την έκταση του λεκανοπεδίου. Υψώνονται, επιπλέον, πολυάριθμοι ναοί, παλάτια και φυσικά ένας ναός προς τιμήν της προστάτιδας θεάς της πόλης, της Αναχίτ. Ακόμα και στις μέρες του Μεγάλου Τιγράνη (του εγγονού του Αρτασές), όταν η Αρμενία ήταν αυτοκρατορία και η επίσημη πρωτεύουσα του κράτους ήταν τα Τιγρανόκερτα, το Αρτασάτ θεωρούνταν η πραγματική πρωτεύουσα του αρμενικού πολιτισμού. Η πόλη αναπτύχθηκε ραγδαία και στις μέρες του γιου του Μεγάλου Τιγράνη, Αρταβάστ. Πιθανώς στην εποχή του να χτίστηκε το αμφιθέατρο του Αρτασάτ.

Όσο όμως η πόλη άνθιζε, τόσο πιο επίμονα προσπαθούσαν οι ξένοι εισβολείς να την κατακτήσουν. Ακόμη και ο Καίσαρας Νέρωνας έδινε τέτοια σημασία στο Αρτασάτ, που, όπως αναφέρει ο ιστορικός Τάκιτος, για την κατάκτηση και τη λεηλασία του τιμήθηκε και δοξάστηκε από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο με το ανώτατο αξίωμα του στρατηγού-αυτοκράτορα. Αλλά, μόλις 7 χρόνια αργότερα στη Ρώμη ο ίδιος ο Νέρωνας έδωσε αποζημίωση 50 εκατομμυρίων διναρίων και πρόσφερε έμπειρους τεχνίτες στον αρμένιο βασιλιά Τιριδάτη για την ανοικοδόμηση της πόλης, αφού ηττήθηκε από τις αρμενοπαρθικές δυνάμεις. Ανοικοδομώντας το Αρτασάτ ο Τιριδάτης το κόσμησε με τα πιο μνημειώδη και όμορφα έργα, αφού είχε δει μία από τις πιο φημισμένες πόλεις του αρχαίου κόσμου, τη Ρώμη. Με το χτίσιμο της νέας πόλης Τεβίν, στις αρχές του 4ου αιώνα, το Αρτασάτ άρχισε σταδιακά να υποβαθμίζεται. Τον 7ο αιώνα στη θέση της άλλοτε ακμάζουσας και μεγάλης πόλης υπήρχε μόλις ένας μικρός οικισμός.

Επί αιώνες το Αρτασάτ υπήρξε όχι μόνο το πολιτικό αλλά και το οικονομικό, εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο της χώρας. Στο σταυροδρόμι διεθνών εμπορικών οδών του τότε κόσμου, η πόλη εισήγε προϊόντα από τη μακρινή Ινδία και το Τσεϊλόν, τις χώρες της Μεσογείου, ενώ εξήγε χειροποίητα έργα των επιδέξιων τεχνιτών της. Από το Αρτασάτ περνούσε επίσης ο πασίγνωστος “δρόμος του μεταξιού”, μέσω του οποίου έμποροι από την Ινδία, την Κίνα και τις άλλες χώρες της Ανατολής, διασχίζοντας μακρινούς δρόμους, έφερναν ρύζι, μπαχαρικά, πολύτιμους λίθους, στολίδια, ελεφαντόδοντο και μαύρο ξύλο, βαμβακερά είδη, καθώς και διάφορα αναμνηστικά. Ενώ από το Αρτασάτ εξάγονταν προς άλλες χώρες σιτάρι, κρασί, άργιλος, μεταλλεύματα, χρυσοποίκιλτα υφάσματα, χρυσά και αργυρά δοχεία, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, μαλλί, δέρμα και άλογα. Το Αρτασάτ διέθετε πολυάριθμες βιοτεχνίες μεταλλουργίας και φημισμένων όπλων, που έχουν φτάσει ως τις μακρινές γωνιές του κόσμου.

Μία άλλη πόλη, όμως, που διαδέχτηκε αυτήν και σηματοδότησε με τη λαμπρή ακτινοβολία της την ιστορία του αρμενικού έθνους αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου και της Ανατολής βρίσκεται θαμμένη στα βάθη των αιώνων, εκεί στα μυστηριώδη ερείπια κοντά στο Αρτασάτ. Τα ερείπια, που είναι οι μάρτυρες μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις της ιστορίας, του Τεβίν, πάντα προσέλκυαν αρμένιους και ξένους ερευνητές, ταξιδιώτες και επιστήμονες. Συχνά αρκετοί το έχουν ταυτίσει με το Αρτασάτ. Ο λόγος ίσως ήταν η μικρή απόσταση που χώριζε τις δύο ξακουστές πόλεις. Ο λόφος Τεβίν έχει ύψος περίπου 30 μέτρων και από την πρώιμη αρχαιότητα είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Ήδη από την 5η χιλιετία π.Χ. υπήρχαν σε αυτό οικισμοί. Έχουν διατηρηθεί υπολείμματα κυκλώπειων τειχών της 2ης και 1ης χιλιετίας π.Χ.. Έχουν επίσης ανακαλυφθεί ερείπια θρησκευτικών κτισμάτων της προχριστιανικής εποχής, με διάφορα αντικείμενα, κτερίσματα και γλυπτά.

Το Τεβίν ως πόλη έχει ιδρυθεί στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., όταν ο βασιλιάς των Αρμενίων Χοσρόβ Κοτάκ (330-338) μετέφερε το θρόνο από το Αρτασάτ εδώ και ανακήρυξε το Τεβίν νέα πρωτεύουσα. Ο λόγος ήταν το κλίμα του Αρτασάτ. Τα έλη γύρω από την πόλη έσπερναν πολλές θανατηφόρες αρρώστιες.

Ο Χοσρόβ, για να εξασφαλίσει ευνοϊκό κλίμα στη νέα πόλη, καθώς η περιοχή ήταν ζεστή και απογυμνωμένη, δημιούργησε τεράστια δάση και, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Παβστός Πιουζάντ: “Και τα δύο δάση έκλεισαν με τείχη, χωρίς να τα συνδέσουν, για να υπάρχει πέρασμα. Το δάσος μεγάλωσε και ψήλωσε”. Ο Χοσρόβ έφερε και πολλά είδη άγριων ζώων, μετατρέποντάς το σε βασιλικό κυνηγότοπο. Σήμερα, πάνω από μιάμιση χιλιετία αργότερα το δάσος, διατηρώντας το όνομα του ιδρυτή του, έχει γίνει εθνικός δρυμός και κέντρο προστασίας αγρίων ζώων.

Οι ανασκαφές επιβεβαίωσαν ότι η πόλη αποτελούσε πάντα ένα ανεπτυγμένο κέντρο βιοτεχνιών. Έχουν βρεθεί εργαστήρια όπλων, μεταλλουργίας, όπου έχουν κατασκευαστεί βέλη, ακόντια, σπαθιά αλλά και είδη καθημερινής χρήσης, όπως αλυσίδες, τσεκούρια και ψαλίδια. Εξαιρετική ήταν και η υφαντουργική τέχνη, της οποίας όμως δε διασώθηκαν δείγματα. Την υψηλή αισθητική και τη δεξιοτεχνία των χρυσοχόων και αργυροχόων του Τεβίν μαρτυρούν τα φιδωτά, αλυσιδωτά περιδέραια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, ασημένιες ζώνες και δοχεία. Η αγγειοπλαστική είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, ώστε κατασκευάζονταν αγγεία χωρητικότητας μέχρι και χιλίων λίτρων.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι ανασκαφές έφεραν στο φως υψηλά δείγματα υαλουργίας τα οποία θεωρούνταν από τα καλύτερα του κόσμου.

Από την αρχαιότητα κιόλας είχε ακμάσει η τέχνη της γλυπτικής. Όλες αυτές οι τέχνες που ασκούνταν από τους τεχνίτες του Τεβίν είχαν φτάσει στο απόγειό τους ιδιαίτερα τον 9ο-13ο αιώνα. Και ήταν φυσικό υπό αυτές τις συνθήκες η πόλη να έχει μετατραπεί σε κέντρο διεθνούς αγοράς. Από αυτήν ξεκινούσαν έξι εμπορικοί δρόμοι που οδηγούσαν προς όλα τα σημεία της γης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου, το Τεβίν ήταν το σημαντικότερο κέντρο του διεθνούς εμπορίου τον 5ο – 6ο αιώνα μ.Χ..

Επόμενο ήταν μια τέτοια πόλη να έχει φημισμένη αγορά. Και πράγματι, οι έρευνες αποκάλυψαν ένα κτίσμα τεραστίων διαστάσεων με δύο βασικούς διαδρόμους χτισμένο από σταχτί τουφ (ηφαιστειογενές πέτρωμα), που έχει επισκευαστεί και ξαναχτιστεί μετά τους σεισμούς που επανειλημμένως είχαν πλήξει την πόλη . Όσο καταστροφικοί κι αν ήταν όμως αυτοί οι σεισμοί, δε συγκρίνονταν με τις “πληγές” που άφηναν στην πόλη οι εχθρικές επιδρομές.

Μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές που κράτησαν αιώνες το 1203 η πόλη απελευθερώθηκε από τους Ζακαριάν μετά από ηρωικές μάχες. Αυτή την περίοδο η πόλη άκμασε ξανά και τα όριά της επεκτάθηκαν.Τελικά, όμως, η εμφάνιση των Μογγόλων και των Τατάρων, οι βάρβαρες καταστροφές, λεηλασίες και σφαγές τους προκάλεσαν ανεπανόρθωτα πλήγματα στην πόλη, ιδιαίτερα το 1236. Η πόλη επιβίωσε μόνο για έναν ακόμη αιώνα. Το Τεβίν μνημονεύεται για τελευταία φορά σε ένα γεωργιανό χρονικό του 14ου αιώνα, στη σειρά άλλων πόλεων κατεστραμμένων από τους Τούρκους. Μετά από αυτό στη θέση της πασίγνωστης ένδοξης πόλης, πάνω στα ερείπιά της, ιδρύονται μερικά χωριά που υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
Τα θαμμένα ερείπια της πόλης απλώνονται σήμερα στις περιοχές των χωριών Ανω Τεβίν, Κάτω Τεβίν, Ογαμπέρτ, Χναμπέρτ, Βερίν Αρτασάτ, Νορασέν, Μπιζοβάν, Ογκεστάν φτάνοντας μέχρι το Κανατσούτ και το Αϊγκεζάρτ. Αυτή είναι συνήθως η μοίρα των πόλεων με ακμαίο πολιτισμό στην περιοχή. Το Τεβίν, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του έχει καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς πάνω από 30 φορές από τυχοδιώκτες κατακτητές ή από βάρβαρες επιδρομές Μογγόλων, Τούρκων και Τατάρων και έχει ανοικοδομηθεί.

Το Αρτασάτ είναι και σήμερα μια ανεπτυγμένη πόλη με πλούσια παραγωγή. Αποτελεί επίσης πολιτισμικό κέντρο, όπου εκδίδεται η εφημερίδα “Αρτασάτ” και υπάρχει τυπογραφείο, κρατικό θέατρο, έξι γυμνάσια, μουσικά και αθλητικά σχολεία, πολιτιστικό μέγαρο, λέσχες, βιβλιοθήκες, κινηματογράφοι κ. ά. Γενικότερα, στην περιοχή του Αραράτ υπάρχουν σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία όπως το μοναστήρι Αγτζότς (8ο αι.), το Αβούτς Ταρ (10ο-18ο αι.), το μοναστήρι Μενάτς (6ο-15ο αι.), το Κακαβαπέρτ (12ο-4ο αι. π. Χ.) κ. ά.

(ΠΗΓΗ άρθρου: Περιοδικό «ΑΡΜΕΝΙΚΑ» – Επιμέλεια: Βαέ Aπραχαμιάν).

Σχετικά links:
http://www.noahsarksearch.com/
http://www.exeldim.bravehost.com/grafi/kataklysmos2.htm

Το άρθρο είναι  του συνεργάτη μας ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΥΣΤΙΛΙΑΔΗ (ΕΝΛΕΥΚΩ)
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=hL0hAnzGMd4[/youtube]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *