Ποίηση

ΑΜΑΡΑΝΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Ω, αμαραντο πελαγος!
τι μου ηχεις παλι στ’ αφτια;
Απ’ την αυγη να στεκω
στην αγκαλη σου.
Το πρωτο σου ροφημα
ν’αφουγκραζουμε στ’ ακρωτηρι.
Κι εσυ να θροιζεις μεσα σου
ισοβια δεσμα.

Τα χελιδονια ξεπετουν αιθερια πουπουλα
σε κορφους ξαγναντου ουρανου.
Σε νυμφαια πηγη ξαποσταινουν,
πινοντας νεροδροσο στο λιογερμα
στη γεια του ερωτα
στου ροδου τη σταλαγματια.

Κλαδι βασιλικου αμαραντου η φυση!
Σπορια σε χειμερια χοβολη μουλιαζουν
φυτρα ολογυρα πετουν,
κορφολογωντας της γης
τ‘ατελειωτο πανηγυρι.

Κηπος του πελαγου φιλημα.
Χερι π’ αγγιζει ουρανο
μυγδαλιας ροζανθους.
Στεφανια σε καταπρασινους λοφους
ατακτα κειμενα.
Εκχυλισμα εναστρου ουρανου.
Φωτοσυνθεση φιογκος
στο πουγκι προσμονης.

Ω, ακριβο αμαραντο πελαγος!
συλλογιεμαι τις ωρες,
που παντρευες το λιοπυρι
με την αστροφεγγια.
Με τα δακρυα σου αποψε
ποτισα το κλιμα
για να’ χει καμποσο να κλαιειΙ.

Βικη Κωσταινα, Ζυριχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *