Ποίηση

ΤΗΣ ΑΝΕΜΩΤΙΑΣ ΜΟΝΑΞΙΑ

Στης Ανεμωτιας το καλντεριμι ξαποσταινουν τα ονειρα
σαν τους ψαραδες μετα απο ολονυχτια ψαροκοπη τρατα.
Ο κοσμος απογυμνωμενος απ’ της αληθειας τη διψα
στην αλμη παστωνει περισσιες σκεψεις.
Η νυχτα βαλθηκε να ξεπλυνει
το πεπλο της στο κελαρυσμα ρυακιου.

Ο αισθησιακος ειρμος συναντιεται
στο αρχαικο λιοτριβιι του νησιου

μεσα απο πρωιμα γιορτασια λουλουδιων

να γευτει με αχορταγα χειλη

την αδηφαγα σαγηνια μοναξια.

Κεινη βλεπει να κρεμεται προκλητικα

στης μουσμουλιας το γονικο αδελφι.

Ποιο μαιστραλι χαιδευε ψαροπουλια τ’απομεσημερο;

Ποιος Οιστρος σφυριζε στην καμπυλη του κυματος,

που αποκαμενα απ’ το θροισμα τα’ πνιξε η σιωπη;

Ο κουκος τις Αλκυονες υποδεχεται τις φλογερες,
που ηχουν και δεν αφηνουν σταχτη.
Στη θυμηση μαζι καβαλα για τα σαραντα κυματα
τ’απανεμα καικια θα χαραξουν πορειες
για της Γοργονας τη σπηλια και του Θεου τα βαθεια.
Στη δυση επιασε φωτια και στην πυρα το δεντρο
το εφταξουσιο φλεγεται με τα καυτα πορφυρολουλουδα.
Γλαροι στο συννεφοκαμα ξεσταχιαζουν σκεψεις
μπερδευοντας τες με χιλια βοτσαλα και μοσχολιβανα.
Της Ανεμωτιας η μοναξια δεν συμβιβαζεταιι.

Δεν αντεχεται!

ΒΙΚΗ ΚΩΣΤΑΙΝΑ/ ZÜRICH

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *