Ποίηση

ΓΙΑΛΟΣ Ο ΑΜΥΘΙΤΟΣ

ANIMA GEMELLA η ΓΙΑΛΟΣ Ο ΑΜΥΘΗΤΟΣ

Στου ηλιου την καλημερα πανω απο μια θρυψιαλιασμενη θαλασσα

επικαθεται η χελιδονα κι απ’ το ραμφος της αναβρυζουν κελαηδισματα,

που ρυακια γινονται για να ποτισουν κοντσερτα για πιανο σε ρω ελασσονα.

Κι ο γιαλος αλλωστε πρεπει ν’ απολαμβανει το Jacuzzi του.

Σωμα με σωμα σπρωχνονται οι υπαρξεις για ν’ αποδεσμευσουν ποσοτητα ηλιου

και με του μοχθου τις ερπυστριες να κινησουν στις πλατιες πιστες την ελπιδα.

Απ’ την Πεμπτη ως την Παρασκευη μεσα σ’ αυτο το ενδιαμεσο

ο ακαθιστος υμνος αναπαυεται στον αυπνο ξαστερο ουρανο.

Ο νους μετραει σφυγμους του φαρου στο ξεπροβοδισμα μια βαρκουλας,

που ξεμεινε σε φεγγερες γοητειες τα πλατη

για ν’ ασημωσει καλοταξιδες σκουνες,

που μοιαζουν πιοτερο με φερεφωνα χανων σε κυνηγι αφροψαρων

παρα με ανεκφραστη σημαδουρα.

Ποια ειν’ αυτη η θαλασσα, που δεν μπορεσε να φρεναρει καραβανια πορειες καραβιων;

Ποια τρενα στην κοιλαδα του Po με Manöver δεν πρωτοστατησαν

στις μασκερατες του Mestre και της Burana;

Τα πουλια συνηθισαν στο φευγιο, οταν τα πιανει η λυπη αλλαζουνε πλευρο.

Αλαργα απ’ της ψυχης την απεραντη Σαχαρα

φτεροκοπουν πανω απο πυργους παλιακους πριγκηπων εστεμμενων.

Μπλεχτηκα σ’ ενα κλωναρι λεξεων

κι ασκουμαι επιπονα στην κυριως Ελληνικη.

Οποιος μπορει να φορτισει τη μοναξια ξεπηδαει απο το καβουκι του.

Την καθετη στο’ να χερι και στ’ αλλο το πελαγος,

αδιαφορωντας τους καταιγισμους της αστραπης,

αναζητω την Ειλειθυια, την τριτοτοκη κορη του Δια στο μυχο της μικρης Συρτης.

Στο γιαλο τον αμυθητο με τα μπλε διαφανα κοραλλια

και το ατι στον καβο ν’ αδημονει, μασωντας μελισσοχορτο κι αγρια μεντα

στην αμεριμνησια και αδιαφορια του Σιροκου ολο ξαναγυρνω.

Στην μοιρασια των Θεων επωμιστηκα τη μοιρα, χτυπωντας γερα του βιολιου τις χορδες.

Να που κι η ζωη παλευεται μ’ αηττητες ψυχες.

Αποφθευγμα για ονειρα, που γεννουν ξανα ονειρα σε συμποσια μανολιας.

Δε θα στερξω ποτε να μιλησω για κοσμο κει στον οριζοντα,

οπου αειφορα φυτρωνει ο ουρανος.

Για παιδια με Graffiti να πασαλειβουνε τοιχους.

Για τη γατα, που νιαουριζει την πεινα της.

Για τρακτερ στην Autobahn να οργωνουν τον κοκ.

Για Πελασγους, που μυρμηδωνιασαν σε γαστρονομικες

αναθυμιασεις alkool.

Για τ’ αγγελακια του Murillo να χοροπηδουν μ’ αφελεια

πανω απο τα λακκακια τους.

Για την Καθαρη Δευτερα της Πανω Πολης που λερωσε,

κει οπου τα πελματα φυγοδικησαν σε ψυχες υπευθυνων φυγαδευμενων.

Για το συγγενολοι μου, που ολο κι ολο μια χουφτα πεντοβολα

μουλιασε στις τρικυμιες της θαλασσας,

αυτοκερματισμενο σε βωμους απληστιας.

Θα συμβιβαστω μοναχα με τους „Αρχαιολογους“ του Giorgo de Chirico

σε εραλδικα επιτυμβια τετραστιχα Aιολικα γραμμενα.

„Αμες δε γεσομεθα πολλω καρρονες“

Βικη Κωσταινα Ζυριχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *